Κυριακή 3 Οκτωβρίου 2004

Περίοδος Κυνηγιού

Περίοδος Κυνηγιού
(ένα μήνα μετά: σκόρπιες σκέψεις για μια ήδη ξεχασμένη ιστορία)
«Ο όχλος συγκροτείται για να πετύχει έναν άμεσο στόχο. Αυτός του είναι γνωστός και ακριβώς καθορισμένος, του είναι επίσης οικείος. Θέλει να σκοτώσει και ξέρει ποιόν θέλει να σκοτώσει. Με μοναδική αποφασιστικότητα κατευθείνεται προς αυτόν τον στόχο. Είναι αδύνατον να τον παραπλανήσεις. Αρκεί αυτός ο στόχος να γίνει γνωστός, αρκεί να διαδωθεί ποιός πρέπει να σκοτωθεί για να συγκροτηθεί μια μάζα. Η αυτοσυγκέντρωση στο φονικό είναι μια ιδιαίτερη μορφή και δεν την ξεπερνά, όσον αφορά την επιμονή της καμμία άλλη πράξη (...). Ο καθένας θέλει να πάρει μέρος, ο καθένας θέλει να χτυπήσει. Για να ολοκληρώσει το χτύπημα του, στριμώχνεται ο καθένας ώστε να πλησιάσει όσο γίνεται πιό κοντά στο θύμα. Εαν δεν μπορεί να χτυπήσει ο ίδιος, θέλει να δει πως χτυπούν οι άλλοι (...). Είναι μια εύκολη επιχείρηση και ξετυλίγεται τόσο γρήγορα, ώστε πρέπει να βιαστεί κανείς για να προλάβει. Η βιασύνη, το αίσθημα του υπεράνω και η ασφάλεια σε μια τέτοια μάζα έχει κάτι το ανατριχιαστικό» (Ελίας Καννέττι, Μάζα και εξουσία, 1980).

Πριν ένα μήνα, το βράδυ του Σαββάτου, στις 4 Σεπτέμβρη του 2004, δύο μήνες μετά την νίκη των γερμανοτσολιάδων (εθνική ελλάδας) στο ευρωπαϊκό πρωτάθλημα ποδοσφαίρου και μόλις μια βδομάδα μετά το τέλος της εθνικιστικής ολυμπιακής αποχάυνωσης, είχαμε σε ολόκληρη την ελλάδα μαζικά, λαϊκά πογκρόμ, με αποτέλεσμα την δολοφονία του 20χρονου αλβανού μετανάστη Γκράμος Παλούσι στην Ζάκυνθο καθώς και τον τραυματισμό πάνω από 300 μεταναστών (μόνο στην Αθήνα πάνω από 100), σχεδόν όλοι αλβανοί (αλλά και άλλοι μετανάστες που τόλμησαν να ... συγχαρούν τους πανηγυρίζωντες).
Αφορμή (και όχι αιτία, μια που αυτή δεν έχει καμμία σχέση με το ποδόσφαιρο) ήταν η νίκη της εθνικής αλβανικής ομάδας ποδοσφαίρου επί της ελληνικής και οι πανηγυρισμοί των αλβανών φιλάθλων που επακολούθησαν. Στην Αθήνα, στην Θεσαλονίκη, στη Λάρισα, στο Κιλκίς, στην Ηλεία, στην Καβάλα, στη Ζάκυνθο, στα Ιωάννινα, στην Πάτρα, στην Κέρκυρα, στην Πάρο, στο Ρέθυμνο, στην Καλαμάτα, στο Βόλο, στη Ρόδο ... σε όλες σχεδόν τις περιοχές της Ελλάδας όπου ζουν αλβανοί μετανάστες ρίχτηκαν στο κυνηγητό ενάντια τους εκατοντάδες «καθαρόαιμοι» έλληνες, με ή χωρίς ταξική συνείδηση, άνεργοι ή ενεργοί, υποστυριζόμενοι από τα ένστολα λαϊκά στρώματα (εργαζόμενοι στην ελληνική αστυνομία) με έναν και μοναδικό σκοπό: να δείρουν, να τραυματίσουν, ακόμη και να σκοτώσουν όσο
περισσότερους αλβανούς μετανάστες ανακαλύπταν η πέφταν στα χέρια τους.
Έτσι απέδειξαν, οτι οι έλληνες δεν ξέρουν μόνο να παίζουν ποδόσφαιρο σαν τους γερμανούς, αλλά και να σκοτώνουν σαν αυτούς (μετά την επανένωση των δύο γερμανιών και μέχρι σήμερα, είχαμε στην γερμανία πανω απο 120.000 ρατσιστικές και αντισημιτικές επιθέσεις με 136 νεκρούς και χιλιάδες τραυματίες!).
Ήταν μια αυθόρμητη, μαχητική εξέγερση των εθνικών ενστίκτων εναντίον των - σύμφωνα με τον Ριζοσπάστη - «εξαθλιωμένων αλβανών λαθρομεταναστών πολλοί εκ των οποίων εγκληματίες του κοινού ποινικού δικαίου».
Ήταν η έκφραση της ελληνικής λαϊκής οργής ενάντια στον «πιό καθυστερημένο λαό των βαλκανίων» όπως μας ενημερώνουν εθνικο-αντιιμπεριαλιστικά σκεπτόμενοι έλληνες: «... το άνοιγμα των ελληνικών συνόρων με την αλβανία κι εισροή κατά μάζες εξαθλιωμένων αλβανών λαθρομεταναστών πολλοί εκ των οποίων εγκληματίες του κοινού ποινικού δικαίου, οι αλαλαγμοί πολεμικών συλλαλητηρίων για το όνομα της FYROM, αποτέλεσαν στοιχεία που προκαθόρισαν τη ρότα της ελληνικής εξωτερικής πολιτικής στις προοπτικές ανάγκες της δυτικής συμμαχίας. Δεν είναι τυχαίο π.χ. οτι οι ΗΠΑ, το ΝΑΤΟ και η ΕΕ χρησιμοποίησαν και χρησιμοποιούν τμήματα των αλβανών ως τον πιο καθυστερημένο λαό των βαλκανίων για να διεκπεραιώνει τις κάθε λογής βρωμιές τους» (Ριζοσπάστης, Κυριακή 11 Μάρτη 2001, Αντώνης Δαμίγος).

Τι έγραφε - σωστά - την άλλη μέρα των πογκρόμ, μια εφημερίδα του «πιο
καθυστερημένου λαού των βαλκανίων»; «Έλληνες, γίνεται πολιτισμένοι!»
Όλες οι πτέρυγες της ελληνικής αριστεράς, η εξω- η ενδοκοινοβουλευτική, η ριζοσπαστική, η αντιεξουσιαστική, η μετριοπαθής (συγνώμη αν ξεχάσαμε καμμία), που ενώ ακόμη και σε απλά θέματα έχουν μεταξύ τους τεράστιες διαφορές, εμφανίστηκαν την άλλη μέρα απόλυτα σύμφωνες σε ένα σημείο: στο πώθεν έσχες των δραστών. Κατ' αυτήν λοιπόν την εθνική ομοφωνία οι δράστες ήταν Χρυσαυγίτες (φασίστες), χούλινγκαν (βλάκες) και κρατικός μηχανισμός (οι από πάνω).

Ακόμη και εκείνοι που βάλαν τον αντιρατσισμό σαν σημαία τους, αναμασούσαν τα λόγια τους γράφοντας για .. την ανησυχία τους γιατί ανάμεσα στους δράστες ήταν και άτομα που ανήκαν στούς ...εργαζόμενους, δηλαδή στους μελοντικούς πελάτες τους!
«Τέλος, είμαστε ανήσυχοι/ες, γιατί κάποια τμήματα της κοινωνίας, και μάλιστα από τα πιο καταπιεζόμενα, μοιάζουν ενεπίφορα στα ιδεολογικά κελεύσματα της συμμαχίας του νεοφιλελευθερισμού με το νεοσυντηρητισμό της «αγοράς», που απομυζεί κέρδη πέρα από κάθε σύνορο, και του εθνικισμού και του ρατσισμού, που υψώνουν σύνορα ανάμεσα στα θύματα της εκμετάλλευσης, της καταστολής αλλά και του πολέμου. Σ' αυτά τα τμήματα των
εργαζομένων, των ανέργων και της νεολαίας απευθυνόμαστε για να ξεφύγουμε μαζί από τη φενάκη της «εθνικής ενότητας» (Αντιρατσιστική Πρωτοβουλία Θεσσαλονίκης, 5/9/04).

Ευτυχώς γι' αυτούς έκανε ο νομάρχης θεσσαλονίκης Ψωμιάδης τις εμπρηστικές του δηλώσεις για να περιορίσουν και πάλι το ζήτημα στους «από πάνω» (προηγούμενα οι κριτικές τους απέναντι στις μεσαιωνικές και δαρβινιστικές δηλώσεις της ολυμποιονίκησας Χαλκιά ήταν ήπιες και ...χιουμοριστικές, μια και αυτή ανήκε στο «λαό»).

Aλλοι πάλι προβληματίζονταν για το πως και με πια επιχειρήματα θα περάσουν στα λαϊκά ρατσιστικά στρώματα την σωστή αντιρατσιστική αντίληψη, λες και το όλο θέμα είναι απλώς διαφορετικές αντιλήψεις και κατά συνέπεια απλώς θέμα διαφώτισης. Με το τραγελαφικό αποτέλεσμα, να προσπαθούν να εξηγήσουν στον όχλο, μετά από αυτά που έκανε, γιατί τα έκανε!(η καπιταλιστική εκμετάλευση, η καταπίεση κ.λ.π). «Τα γεγονότα ρατσιστικής βίας που ξέσπασαν το Σάββατο 4/9 μέσα σε ένα κλίμα μισαλλοδοξίας είναι καρπός της μακροχρόνιας διάχυσης του εθνικισμού και του ρατσισμού, ως εργαλεία για την εξοντωτική εκμετάλλευση και καταπίεση των μεταναστών, αλλά και για την υποταγή όλων των προλετάριων, ντόπιων και ξένων. Γιατί η επικράτηση των εθνικών διαχωρισμών εις βάρος της ταξικής συνείδησης αφαιρεί από τους καταπιεσμένους το μοναδικό όπλο που έχουν να αντιτάξουν απέναντι στους δυνάστες τους, την αλληλεγγύη» (Ανοιχτή συνέλευση αναρχικών-αντιεξουσιαστών, Σεπτέμβρης 2004).

Έτσι αρνούνται να παραδεχτούν, δεν περνά ούτε καν απο το μυαλό τους οτι οι ρατσιστές και οι εθνικιστές έχουν και πολύ χειροπιαστά μάλιστα προτερήματα με το να είναι αυτοί που είναι. Οχι μόνο υλικά συμφέροντα έχουν (ακόμη και μακροπρόθεσμα, αν δεν υπάρξει ουσιαστική αντίσταση) αλλά και «πνευματικά»: Η κρυφή γοητεία της υπεροψίας, το αίσθημα και η πρακτική συνεξουσίας, η περηφάνεια τους να ανήκουν στην «κολλεκτίβα της πλειοψηφίας» (εθνική ταυτότητα) κλπ.
Το «πρόβλημα» της εθνικής ταυτότητας, αλλά και κάθε ταυτότητας λύνεται συνήθως με δύο τρόπους: Ή βρίσκεις έναν καλό ψυχολόγο να σου το λύσει, ή καταφέρεσαι ενάντια στους διαφορετικούς από την ζητούμενη ταυτότητά σου, ώστε να πετύχει ο διαχωρισμός. Χθες ενάντια στους τούρκους, σήμερα ενάντια στους αλβανούς και πάντα ενάντια στους Ρομά (όχι οτι ξεχάσαμε τον αντισημιτισμό, ιδιαίτερα της ελληνικής αριστεράς, αλλά αυτό είναι ένα ξεχωριστό θέμα...μια άλλη φορά).
Αυτή η δεύτερη δυνατότητα δεν είναι ένα στιγμιαίο, αλλά ένα διαρκές πρόβλημα, ιδεολογικής και συναισθηματικής επιβίωσης και γι' αυτό απαιτεί συνεχή τροφοδότηση για να επιζήσει (προϋπόθεση για να προσδιορίσεις οτι είσαι έλληνας, είναι να πείς τι δεν είσαι). Από αυτήν τη πλευρά λοιπόν εκπληρώνει η είσοδος και ύπαρξη «ξένων» στην ελλάδα έναν σημαντικό κοινωνικό ρόλο: Την συνοχή και συσπείρωση του ελληνικού λαού.
Aλλοι πάλι φτάνουν σε επιχειρήματα, που ανοίγουν το δρόμο για νέα εγκλήματα, όπως για παράδειγμα, αυτά που προσπαθούν να αποδείξουν οτι «οι μετανάστες δεν παίρνουν τις δουλειές των ντόπιων» (ε και, αν τις παίρνουν λοιπόν πρέπει να τους σκοτώνετε;) και άλλα παρόμοια.
Ακόμη και το εκ πρώτης όψεως «προοδευτικό» σύνθημα «Αλβανοί και έλληνες εργάτες ένα μέτωπο» με τις διάφορες παραλλαγές του, είναι το λιγότερο ανεύθυνο (με την απλή λογική είναι μάλιστα επικίνδυνο), γιατί θέλει σώνει και καλά να φέρει τά θύματα στους θύτες τους (μέχρι τώρα τους ψάχνανε).
Ή αποδίδουν κάθε συνειδητή, συγκεκριμένη εγκληματική ενέργεια του συγκεκριμένου ρατσιστικού υποκειμένου στα ΜΜΕ, αθωώνοντας ουσιαστικά τους δράστες και απαλλάσοντας τους από τις προσωπικές τους ευθύνες και αποφάσεις τους. Ακόμη και τα ίδια τα ΜΜΕ κριτικάρονται οχι κυρίως γιατί είναι η αποθέωση ρατσιστικών και εθνικιστικών αλαλαγμών αλλά γιατί «επιρεάζουν τον κοσμάκη».
Το επαναλαμβάνουμε για χιλιοστή φορά: Ο ρατσισμός και ο εθνικισμός δεν είναι αντιλήψεις, είναι εγκλήματα! Ειναι αυτόνομες σχέσεις βίας και σαν τέτοιες πρέπει να αντιμετωπίζονται.

Οι αριστερές ανακοινώσεις-«καταγγελίες» του εγκλήματος είχαν περισότερο τον χαρακτήρα απειλών και προετοιμασίας των επόμενων πογκρόμ, ακόμη και δικαιολόγησης του εγκλήματος παρά μιας κάποιας καθυστερημένης έστω ευαισθησίας. Οι εθνικομπολσεβίκοι του ενα-είναι-το-κόμμα φαφούρας έσχιζαν στην ανακοίνωση-«καταγγελία» τους για τα συμβάντα τα υμάτια τους, γιατί οι αλβανοί φίλαθλοι γουχάϊζαν τον ελληνικό εθνικό ύμνο στην ... αλβανία!

Ή αναπιπίλιζαν τα περί φασιστών και οπαδών του UCK (ανάλογα με αυτά περί πρακτόρων των ΗΠΑ και του ΝΑΤΟ) ώστε μελοντικές ρατσιστικές επιθέσεις του κνίτικου όχλου και η στυγνή εκμετάλευση μεταναστών απο μέλη και στελέχη του κκε να ντυθούν με αντιιμπεριαλιστικό και αντιφασιστικό μανδύα (για νά' ναι σίγουροι πάντως βάλαν μέσα και τον «προαιώνιο εχθρό», την τουρκική σημαία - αυτό πάντα πιάνει): «Στην ανάκρουση του εθνικού ύμνου της Ελλάδας, πάρα πολλοί Αλβανοί στο γήπεδο χαιρετούσαν φασιστικά, δεν έλειψαν οι κορόνες περί «μεγάλης Αλβανίας» και σημαίες τουρκικές και αμερικανικές... Εντελώς... τυχαία, στο γήπεδο ήταν πολλοί με διακριτικά του UCK» (Ριζοσπάστης, Τρίτη 7.9.04, για να μην νομίσει κανείς ότι τα του Δαμίγου ήταν παραστράτημα).

Αυτή ακριβώς η μερίδα της ελληνικής αριστεράς καλλιεργεί έναν σύγχρονο «αντιιμπεριαλιστικό» ρατσισμό, ανάγοντας έτσι τον μαρξισμό σε πορνογραφικό αξεσουάρ για αριστερή πελατεία.

Σ' αυτό λοιπόν το κλίμα, τα ρατσιστικά και εθνικιστικά κτήνη, με την έμπρακτη υποστήριξη του κατασταλτικού μηχανισμού και τους νόμους του, με το πλασσάρισμα εκ των υστέρων «αντιφασιστικών, αντικαπιταλιστικών και αντιιμπεριαλιστικών» δικαιολογιών και επιχειρημάτων δεν έχουν να φοβηθούν απολύτως τίποτα. Κολυμπούν σαν τα ψάρια στο νερό, βρίσκουν στοργή και μέριμνα από το περιβάλλον τους, μια που αισθάνονται την σιγουριά οτι οι πράξεις τους και η συμπεριφορά τους αντιπροσωπεύουν τη λαϊκή ψυχή και βρίσκουν σύμφωνο το σύνολο της ελληνικής κοινωνίας.
Όσον αφορά την αντικαπιταλιστική συνείδηση: «Οι πλούσιοι εβραίοι υπέστησαν στα στρατόπεδα συγκέντρωσης τα χειρότερα βασανιστήρια από όλους τους υπόλοιπους κρατούμενους, λόγω της ταξικής συνείδησης των ΕΣ-ΕΣ», έγραφε κάποτε η Χάνα Αρεντ.
Αλλά και σύγχρονα, πριν από μερικά χρόνια, είχαμε τα πογκρόμ του ινδονησιακού προλεταριάτου ενάντια στις συνοικίες της κινέζικης μειοψηφίας (= «καπιταλιστές») με αποτέλεσμα το κάψιμο εκατοντάδων σπιτιών και την δολοφονία δεκάδων ατόμων, ιδιαίτερα γυναικοπαίδων κινέζικης καταγωγής.

Όπως αναφέραμε στην αρχή, είχαμε πανελλαδικά τουλάχιστον έναν νεκρό και πάνω από 300 τραυματίες. Η ιδιαιτερότητα αυτού του αριθμού δεν είναι μόνο οτι είναι τεράστιος (πανευρωπαϊκά ήταν το μεγαλύτερο πογκρόμ που έγινε μετά τον 2ο παγκόσμιο πόλεμο μέσα σε τόσο σύντομο χρονικό διάστημα μιας βραδυάς), αλλά και κάτι άλλο: Ανάμεσα στους τραυματίες δεν υπήρχε ούτε ένας έλληνας. Ο λόγος δεν ήταν οτι οι δράστες ξεχώριζαν τούς μεν από τούς δε, αλλά ένας άλλος πολύ πιό απλός και επαίσχυντος: κανείς, ούτε ένας έλληνας δεν βρέθηκε να σταθεί την βραδυά αυτή που ξέσπασε το κυνήγι των μαγισσών στο πλευρό των μεταναστών (κατά τα άλλα όμως διαλαλούσαν ΜΕΤΑ τα πογκρόμ στις διαδηλώσεις τους, «είμαστε όλοι αλβανοί»).
Όχι ότι ελπίζαμε σε κάποια αντιρατσιστική ευαισθησία, όχι ότι είχαμε αυταπάτες ότι η «αντεθνικότητα» της ελληνικής Αριστεράς θα μπορούσε ποτέ να φτάσει στο σημείο να βγεί σε δρόμους και σε πλατείες πανηγυρίζοντας την ήττα της ελληνικής ομάδας, αλλά τουλάχιστον για πολιτικούς λόγους: Γιατί η νίκη της αλβανικής ομάδας ήταν ένα δώρο του θεού των αθέων, ήταν το μάνα εξ ουρανού που μπορούσε κάλλιστα να χρησιμοποιηθεί για αποτελεσματικές αντεθνικές ενέργεις, για να εξευτελιστούν οι εθνικές κορώνες. Τίποτε απ' όλα αυτά δεν συνέβη. Αυτή την βραδυά δεν υπήρχαν κόμματα, οργανώσεις και φράξιες. Μόνο έλληνες και αλβανοί. Αυτήν την βραδυά ήταν οι ρόλοι - όπως πάντα - αυστηρά μοιρασμένοι: Από την μια οι δράστες, οι θιασώτες, οι απολογητές του εγκλήματος και από την άλλη τα θύματα τους.

Αλλά ούτε και την άλλη πλευρά του γεγονότος δεν κατάλαβαν οι υπερεπαναστάτες μας, αυτοί που ακόμη και για ένα φτάρνισμα (αρκεί να είναι μεταλλασόμενο) κάνουν κίνημα: Εκείνη την βραδυά του Σαββάτου, στις 4 του Σεπτέμβρη του έτους 2004 - έστω και για λίγες ώρες, έστω και συμβολικά, έστω και με αφορμή την νίκη της αλβανικής ομάδας - γίναν για μια στιγμή τα θηράματα κυνηγοί! Βγάλαν απο πάνω τους το στίγμα του σκουπιδιού και του τιποτένιου, φορέσαν τα ρούχα της εξέγερσης και βγήκαν στους δρόμους και στις πλατείες των αφεντικών τους να τους γιουχάρουν, να τους ξευτελίσουν, να τους ταπεινώσουν, σαν μια ελάχιστη ηθική και ψυχική αποζημίωση όλων όσα τραβάνε και θα τραβάνε από αυτούς, τους πλειοψηφικούς, τους «αυτόχθονες», με τα κομμουνιστικά, τα επαναστατικά, τα σοσιαλιστικά, τα δεξιά και τα λοιπά κόμματά τους, τις ομάδες τους, τα καφενεία τους, τους μπάτσους τους και όλα τα άλλα «εντός των εθνικών τους συνόρων». Στο μέλλον να φοβάστε αυτήν ακριβώς την εμπειρία των λίγων ωρών!
Έτσι δεν απομένει τίποτε άλλο παρά μόνο μια ελπίδα: Η αυτοοργάνωση και αυτοάμυνα των αλβανών και των άλλων μεταναστών, σαν η μόνη δυνατότητα επιβίωσης σε μια κοινωνία πορωμένη απο το ρατσιστικό και εθνικιστικό δηλητήριο, σε μια κοινωνία όπου η ρουφιανιά και ο δοσιλογισμός έχουν γίνει από καιρό τα πιό αγαπημένα λαϊκά αθλήματα.

Αυτή η ελπίδα - και το καθήκον μας να σταθούμε στο πλευρό των στιγματισμένων - εμπνέεται από την αντίληψη, οτι ο ρατσισμός και ο εθνικισμός πρέπει να αντιμετωπιστούν σαν καταναλωτικά αγαθά, η κατάκτηση των οποίων έχει όπως και άλλα «αγαθά» ενα τίμημα, ενα κόστος.Ε, λοιπόν αυτό το κόστος πρέπει να ανεβάσουμε όσο γίνεται πιο ψηλά.

Επομένως το «όποιος πειράξει μετανάστες, θα του τσακίσουμε τα ξερά του» δεν πρέπει να είναι μια φραστική αλλά μια πρακτική επικοινωνία και συμπεριφορά.

Όταν επιτίθενται ρατσιστές, πρέπει να τους φερθούμε έτσι ώστε να μην το ξανακάνουν ποτέ!

Café Morgenland* γερμανία/ελλάδα, 3 Οκτώβρη 2004


*Ομάδα μεταναστών σε διάφορες πόλεις της γερμανίας, που δημιουργήθηκε μετά την επανένωση των δύο γερμανιών για να αντιμετωπίσει την ρατσιστική εξέγερση του γερμανικού πληθυσμού ενάντια στους «ξένους».

Δεν υπάρχουν σχόλια:

Locations of visitors to this page